χιονοστρόβιλος

χιονοστρόβιλος
ο, Ν
(μετεωρ.) χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο κατά την πτώση του ή κατά την ανύψωσή του από το έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + στρόβιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Π. Κουρτίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιονοστρόβιλος — ο χιονοθύελλα, χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιονοκαταιγίδα — η χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”